- μαλοφύλαξ
- μαλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)(δωρ.τ.) βλ. μηλοφύλαξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλοφύλαξ — (I) μηλοφύλαξ και μαλοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + φύλαξ (πρβλ. ωνο φύλαξ)]. (II) μηλοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς τής μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek